σακατεύω

σακατεύω
σακάτεψα, σακατεύτηκα, σακατεμένος
1. κάνω κάποιον ανάπηρο: Γύρισε σακατεμένος από τον πόλεμο.
2. καταπονώ, βασανίζω: Τον σακάτεψε στο ξύλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακατεύω — σακατεύω, σακάτεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σακατεύω — Ν [σακάτης] 1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, τού προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη 2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα») 3. φρ. α) «τόν σακάτεψε στο… …   Dictionary of Greek

  • σακάτεμα — το, Ν [σακατεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία 2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • μισερώνω — [μισερός] καθιστώ κάποιον μισερό, ανάπηρο, σακατεύω, αλλ. μισερεύω …   Dictionary of Greek

  • παραστολιάζω — [παράστολος] παραμορφώνω, ακρωτηριάζω, σακατεύω, κάνω κάποιον ή κάτι σημαδεμένο …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • σιφλώ — άω, Α [σιφλός] 1. καθιστώ κάποιον σιφλό, τόν σακατεύω 2. (κατ επέκτ.) κάνω κάποιον δυστυχή …   Dictionary of Greek

  • sacat — sacát, ă, adj. (înv.) vătămat; spetit (de muncă); bolnav, lovit; rănit; infirm. Trimis de blaurb, 16.11.2006. Sursa: DAR  sacát adj. – Rănit, vătămat, damblagit. – var. mr. săcat. tc. (arab.) sakat (Şeineanu, II, 304), cf. ngr. σαϰάτης, alb …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”